- νυκτοσκοπός
- οστρ. φρουρός συγκεκριμένης θέσης τού στρατοπέδου, η οποία φυλάσσεται μόνο κατά τη νύχτα.[ΕΤΥΜΟΛ. < νύκτα + σκοπός. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Ακρόπολις].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
νυκτοσκόπος — νυκτοσκόπος, ὁ (Μ) νυχτερινός σκοπός, νυκτοφύλακας. [ΕΤΥΜΟΛ. < νύξ, νυκτός + σκόπος (< σκοπός), πρβλ. ονειρο σκόπος] … Dictionary of Greek
νύχτα — και νύκτα, η (ΑΜ νύξ, κτός, Μ και νύκτα) 1. το χρονικό διάστημα από τη δύση μέχρι την ανατολή τού Ηλίου, σε αντιδιαστολή προς την ημέρα (α. «μαύρη είν η νύχτα στα βουνά...» β. «καὶ ἐκάλεσεν ὁ θεὸς τὸ φῶς ἡμέραν καὶ σκότος... νύκτα», ΠΔ) 2. ζόφος … Dictionary of Greek